πομάδα

πομάδα
η, Ν
(καλλυντ.) μαλακή και αρωματισμένη λιπαρή αλοιφή, χρησιμοποιούμενη ως καλλυντικό τού δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. pomada (ιταλ. pomata) < ιταλ. pomo «μήλο» < λατ. pomum «φρούτο, μήλο», λόγω τού ότι ως αρχικό συστατικό τής αλοιφής χρησιμοποιήθηκε το μήλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • μυραλοιφή — η (ΑΜ μυραλοιφή) νεοελλ. είδος ευώδους αλοιφής, παχύμυρο, πομάδα (μσν. αρχ.) η επάλειψη με μύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ἀλοιφή] …   Dictionary of Greek

  • ξυλόλη — η (φαρμ.) μίγμα τριών ξυλενίων που χρησιμοποιείται στη μικροσκοπία και στην ιατρική, σε διάλυμα ή ως πομάδα, για τη θεραπεία τής φθειρίασης …   Dictionary of Greek

  • παχύμυρο — το αρωματική αλοιφή για θεραπευτική ή καλλυντική χρήση, μυραλοιφή, πομάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + μύρο. Η λ., στον πληθ. παχύμυρα, μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό Ὅμηρος] …   Dictionary of Greek

  • pomadă — POMÁDĂ, pomezi, s.f. 1. Preparat cosmetic parfumat, obţinut din substanţe grase, cu care se unge părul, barba, mustăţile, pielea. 2. Produs farmaceutic de uz intern, preparat dintr o materie grasă (lanolină, vaselină etc.), în care s au… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”